- σμάλτωμα
- τοεπίχριση με σμάλτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σμάλτωμα — το, Ν [σμαλτώνω] επίχριση με σμάλτο, σμάλτωση, εφυάλωση … Dictionary of Greek
βαφή — Διαδικασία κατά την οποία προσδίδεται στις υφαντικές ίνες, με την προσθήκη ειδικών ουσιών, ο επιθυμητός χρωματισμός. Πριν από τη β., οι ίνες ή το ύφασμα πλένονται προσεκτικά για να απομακρυνθούν ξένες ύλες ή ακαθαρσίες που τις είχαν από την αρχή… … Dictionary of Greek
εφυάλωμα — το [εφυαλώνω] υαλώδες επίχρισμα μετάλλινων ή πήλινων σκευών, υαλογάνωμα, σμάλτωμα, σμάλτο … Dictionary of Greek
εφυάλωση — η [εφυαλώνω] η ενέργεια τού εφυαλώνω, το εφυάλωμα, το σμάλτωμα … Dictionary of Greek
υαλογάνωση — το, Ν εφυάλωση, σμάλτωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + γανώνω(Ι)] … Dictionary of Greek
φάρμαξις — άξεως, ἡ, Α [φαρμάσσω] 1. θεραπεία με τη χρήση φαρμάκων 2. μαγεία, απάτη 3. παρασκευή και χρήση δηλητηρίων 4. (σχετικά με μέταλλα, κυρίως χαλκό) σμάλτωμα … Dictionary of Greek
σμάλτωση — η σμάλτωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)